- δρόντη
- Περιστερόμορφο πτηνό της οικογένειας των ραφιδών, που κατοικούσε στη νήσο του Μαυρικίου στον Ινδικό ωκεανό, όπου ανακαλύφθηκε το 1507 από τους Πορτογάλους. Το είδος αυτό, που καλείται επίσης και δωδώ (στην πορτογαλική, κοντός), εξαφανίστηκε προς το τέλος του 17ου αι. εξαιτίας της υπερβολικής θήρας του από ανθρώπους και ορισμένα οικόσιτα ζώα που μεταφέρθηκαν στο νησί.
Σήμερα σώζονται μόνο ορισμένα οστέινα υπολείμματα του παράξενου αυτού πτηνού, τα οποία φυλάσσονται στα μουσεία του Λονδίνου, της Οξφόρδης και της Κοπεγχάγης. Σύμφωνα με παλαιότερες περιγραφές ταξιδιωτών, αλλά και από παλαιά σχέδια, η δ. είχε, κατά προσέγγιση, τις διαστάσεις ενός κύκνου· το σώμα της ήταν κοντόχοντρο, με μεγάλο κεφάλι, εφοδιασμένο με ένα παχύ ράμφος, κυρτό στο μπροστινό τμήμα του. Οι φτερούγες ήταν τόσο κοντές και αδύνατες ώστε δεν τη βοηθούσαν να πετά· τα ισχυρά κατώτερα άκρα είχαν τέσσερα δάχτυλα με νύχια εκσκαφείς· η ουρά σχηματιζόταν από λίγα φτερά, τοξοειδώς λυγισμένα. Ένα είδος συγγενικό, που εξαφανίστηκε και αυτό, ήταν η αυτοκρατορική βικτοριόρνιθα.
Η δρόντη, περιστερόμορφο πτηνό, ζούσε στη νήσο του Μαυρικίου, στον Ινδικό ωκεανό και εξαφανίστηκε προς τα τέλη του 17ου αι., γιατί την κυνηγούσαν πολύ και οι άνθρωποι και μερικά οικοδίαιτα ζώα που εισήχθησαν στο νησί.
Dictionary of Greek. 2013.